νεοσσοκόμος

νεοσσοκόμος
νεοσσοκόμος και αττ. τ. νεοττοκόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που εκτρέφει νεοσσούς
2. (για τόπο) εκεί όπου εκτρέφονται νεοσσοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεοσσοκόμοιο — νεοσσοκόμος rearing chickens masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσσοκομώ — νεοσσοκομῶ και αττ. τ. νεοττοκομῶ, έω (Α) [νεοσσοκόμος] εκτρέφω νεοσσούς («νεοττοκομοῡσιν ἐν τοῑς ὄρεσι πτηνά», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • νεοττοκόμος — νεοττοκόμος, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεοσσοκόμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”